- τυροσίνη
- η, Ν(βιοχ.) αμινοξύ, υδροξυφαινυλαλανίνη που περιέχεται στο συκώτι, στην σπλήνα και στο πάγκρεας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tyrosine (< τυρός + κατάλ. -ine)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελανίνη — Φυσική χρωστική του δέρματος. Συναντάται στις τρίχες, στο δέρμα και στην ίριδα των ματιών των σπονδυλοζώων. Σχηματίζεται με οξείδωση του αμινοξέος τυροσίνη. Η μ. παράγεται από τα μελανοκύτταρα, έναν τύπο κυττάρων που βρίσκονται στην επιδερμίδα,… … Dictionary of Greek
αδρεναλίνη — Σπουδαία ορμόνη που παράγεται από τον μυελό των επινεφριδίων. Είναι η πρώτη ορμόνη που απομονώθηκε σε καθαρή κατάσταση το 1901 από τον Ιάπωνα Τουκαμίνε. Η α. βοηθά τον οργανισμό να κινητοποιήσει όλες τις πηγές ενέργειάς του, σε περιπτώσεις… … Dictionary of Greek
αλκαπτονουρία — η Ιατρ. μάλλον σπάνια κληρονομική ανικανότητα τού οργανισμού (1 περίπτωση σε 200.000 γεννήσεις) να μεταβολίζει τα αμινοξέα τυροσίνη και φαινυλαλανίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < alkaptonuria ή alcaptonuria, νεολατιν. επιστημον. όρος < alkapton ή alcapton… … Dictionary of Greek
καζεΐνη — Το κύριο κλάσμα πρωτεϊνών που περιέχεται αποκλειστικά στο γάλα των θηλαστικών, σε ποικίλες αναλογίες στα διάφορα είδη. Στη βιομηχανία η κ. παραλαμβάνεται απευθείας από το γάλα. Η καθαρή κ. είναι λευκή σκόνη, αδιάλυτη στο νερό, αλλά διαλυτή σε… … Dictionary of Greek
τυροσίνωση — η, Ν ιατρ. η υπερτυροσιναιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tyrosinosis (< τυροσίνη) + κατάλ. osis (πρβλ. ωση)] … Dictionary of Greek
τυροσινάση — η, Ν (βιοχ.) γενική ονομασία ομάδας ενζύμων που έχουν την ιδιότητα να οξειδώνουν την τυροσίνη προς τη μαύρη χρωστική μελανίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tyrosinase (< tyrosine + κατάλ. ase)] … Dictionary of Greek
φωσφοτυροσίνη — η, Ν (βιοχ.) φωσφορυλιωμένο παράγωγο τής τυροσίνης, που δημιουργείται αφού η τυροσίνη ενσωματωθεί στην πρωτεϊνική αλυσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phosphotyrosine] … Dictionary of Greek
αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… … Dictionary of Greek
βαζοπρεσίνη — Διεθνής ονομασία της αντιδιουρητικής ορμόνης, που εκκρίνεται από τον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης. Η ορμόνη αυτή προκαλεί σύσπαση των περιφερειακών αγγείων, με αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης του αίματος και ελαττώνει το ποσό των εκκρινόμενων ούρων … Dictionary of Greek